τριβολεκτραπελα

τριβολεκτραπελα
    τριβολεκτράπελα
    τρῐβολ-εκτράπελα
    (ρᾰ) τά грубые колкости, издевки Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τριβολεκτραπελα" в других словарях:

  • τριβολεκτράπελα — τριβολεκτράπελος in coarse rude jests neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβολεκτράπελ' — τριβολεκτράπελα , τριβολεκτράπελος in coarse rude jests neut nom/voc/acc pl τριβολεκτράπελε , τριβολεκτράπελος in coarse rude jests masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβολεκτράπελος — ον, Α φρ. «τριβολεκτράπελα στωμύλλω» βγάζω από το στόμα μου χυδαίους ή βάναυσους αστεϊσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβολος «είδος φυτού, ζιζάνιο» + ἐκτράπελος «παράδοξος, τερατώδης»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»